- παντάσκιος
- παντάσκιοςall-shadowlessmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παντάσκιος — ον, Α αυτός που δεν έχει καθόλου σκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + ἄσκιος] … Dictionary of Greek
παντασκίοις — παντάσκιος all shadowless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek